-
1 νόστος
νόστος (-ος, -ου, -οιο, -ῳ, -ον.)1 homecoming (v. v. d. Mühll, MH, 1968, 229.)ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον ἔχθιστον O. 8.69
ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν P. 1.35
“ ἀλλὰ γὰρ νόστου πρόφασις γλυκεροῦ κώλυεν μεῖναι” P. 4.32ἐκάλει φιλίαν νόστοιο μοῖραν P. 4.196
τοῖς (sc. the losers)οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη P. 8.83
τόν, ὦ πολῖται, κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ N. 2.24
ὁπᾷ πόμπιμον κατέβαινε νόστου τέλος N. 3.25
γλυκὺν νόστον ἐρεισάμενοι λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν (ἀπέθεντο Σ., loc. susp.) N. 9.23 γεφύρωσέ τ' Ἀτρείδαισι νόστον (sc. Ἀχιλλεύς.) I. 8.51
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский